Άνοδο συνεχίζει να καταγράφει η αγορά ενοικίων και το 2023, ενώ η αύξηση των ζητούµενων τιµών ενοικίασης από το 2018 έως και το 2022 κυμάνθηκε από 37,2% έως 42,1% αν πρόκειται για οικογενειακή κατοικία.
Σύµφωνα µε έρευνα της E-Real Estates Πανελλαδικό ∆ίκτυο Μεσιτών, τη φετινή χρονιά αναµένονται νέες αυξήσεις.
Σύµφωνα µε τα στοιχεία που προκύπτουν από τις διαθέσιµες αγγελίες ακινήτων σε περιοχές της Αθήνας µε τη µεγαλύτερη ζήτηση από οικογένειες για ενοικίαση κατοικίας, η µέση ζητούµενη τιµή µίσθωσης κυµαίνεται στα 11,31 ευρώ/τ.µ. (9,8 ευρώ/τ.µ. το 2022) για διαµέρισµα 80-110 τ.µ. άνω του 1ου ορόφου, κατασκευής µετά το 2000.
Η µέση κατώτατη ζητούµενη τιµή µίσθωσης στην Αθήνα τη φετινή χρονιά διαµορφώνεται στα 9,09 ευρώ/τ.µ. (8,15 ευρώ/τ.µ. το 2022) και η µέση ανώτατη στα 13,1 ευρώ/ τ.µ. (11,4 ευρώ/τ.µ. το 2022), δηλαδή µια οικογένεια θα πρέπει να καταβάλει µόνο για το ενοίκιο από 900 ευρώ/µήνα έως και 1.310 ευρώ/µήνα αν πρόκειται για κατοικία 100 τ.µ..
Το κόστος µίσθωσης ανά περιοχή
Στις περιοχές των ∆υτικών Προαστίων, Περιστέρι και Πετρούπολη, το µέσο κόστος µίσθωσης κατοικίας 100 τ.µ. άνω του 1ου ορόφου, κατασκευής µετά το 2000, κυµαίνεται στα 770 ευρώ/µήνα (730 ευρώ/µήνα το 2022) και 800 ευρώ/µήνα (750 ευρώ/µήνα το 2022) αντίστοιχα.
Στις περιοχές του κέντρου της Αθήνας, όπως στους Αµπελόκηπους, το µηνιαίο κόστος µίσθωσης κυµαίνεται από 9,09 ευρώ/τ.µ. έως 13,1 ευρώ/τ.µ., στο Παγκράτι από 10,3 ευρώ/τ.µ. έως 13,7 ευρώ/ τ.µ. και στον Νέο Κόσµο από 9 ευρώ/τ.µ. έως 11,8 ευρώ/ τ.µ. Τη δεδοµένη χρονική στιγµή στην περιοχή του Νέου Κόσµου είναι εγγεγραµµένα 781 ακίνητα σε πλατφόρµες βραχυχρόνιας µίσθωσης, στο Παγκράτι 356 ακίνητα και στους Αµπελόκηπους 296 ακίνητα.
Στα Νότια Προάστια, το κόστος µίσθωσης διαµορφώνεται κυρίως σύµφωνα µε την απόσταση από τη θάλασσα και τη θέα. Άλλο κόστος µίσθωσης έχει η Άνω Γλυφάδα και άλλο η Κάτω Γλυφάδα στο κέντρο ή/και πλησίον του Γκολφ, ενώ αντίστοιχα διαµορφώνεται και το κόστος µίσθωσης στη Βούλα. Το µέσο κόστος µίσθωσης στη Γλυφάδα διαµορφώνεται στα 15,5 ευρώ/ τ.µ., ενώ στη Βούλα στα 17,35 ευρώ/τ.µ. Στη Νέα Σµύρνη το µέσο κόστος µίσθωσης ενός διαµερίσµατος 100 τ.µ., άνω του 1ου ορόφου, κατασκευής µετά το 2000, αγγίζει τα 975 ευρώ/µήνα, στο Παλαιό Φάληρο τα 1.150 ευρώ/µήνα και στην Καλλιθέα τα 1.075 ευρώ/ µήνα. Τη δεδοµένη χρονική στιγµή, στη Γλυφάδα είναι εγγεγραµµένα 370 ακίνητα σε πλατφόρµες βραχυχρόνιας µίσθωσης, στη Βούλα 160 ακίνητα, στο Παλαιό Φάληρο 336 ακίνητα και στην Καλλιθέα 281 ακίνητα.
Στις περιοχές των Βορείων Προαστίων, και συγκεκριµένα στο Μαρούσι, το κόστος µίσθωσης κυµαίνεται από 9,4 ευρώ/τ.µ. έως 13,04 ευρώ/ τ.µ., στον Χολαργό από 9 ευρώ/τ.µ. έως 14 ευρώ/τ.µ., στο Χαλάνδρι από 9,5 ευρώ/τ.µ. έως 13,6 ευρώ/τ.µ. και στην Κηφισιά από 11,3 ευρώ/τ.µ. έως 17,1 ευρώ/τ.µ..
Η µέση αύξηση των ζητούµενων τιµών ενοικίασης στις 16 περιοχές της Αττικής µε την υψηλότερη ζήτηση για οικογενειακή κατοικία αγγίζει το 15,41% σε σχέση µε πέρυσι. Αν δεν υπολογίσουµε τη ραγδαία αύξηση των ζητούµενων τιµών πώλησης που καταγράφεται στους Αµπελόκηπους και στη Βούλα λόγω µικρής διαθεσιµότητας, τότε η µέση αύξηση διαµορφώνεται στο 11% και το µέσο κόστος µίσθωσης στα 10,89 ευρώ/τ.µ..
Αξίζει να αναφέρουµε ότι µεγάλο πλήθος των "νέων" ηλικιακά ακινήτων έχει αγοραστεί από αλλοδαπούς επενδυτές, µε στόχο είτε την απόκτηση της golden visa είτε ως επένδυση µε απώτερο σκοπό την εκµετάλλευση µέσω µακροχρόνιας συµβατικής µίσθωσης.
Σύµφωνα µε την τελευταία έρευνα της ∆ιαNEOσις, τα τελευταία χρόνια το σχετικό κόστος στέγασης στην Ελλάδα έχει εκτοξευτεί. Σύµφωνα µε τη Eurostat, τα ελληνικά νοικοκυριά που δεν ιδιοκατοικούν πληρώνουν για στέγαση το µεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήµατός τους µεταξύ των χωρών της Ε.Ε., περίπου 37%.
Περίπου 1 στα 3 νοικοκυριά που ζουν στις πόλεις πληρώνουν ακόµα πιο πολλά, περισσότερο από 40% του εισοδήµατός τους για στέγαση − επίσης το πιο µεγάλο ποσοστό στην Ευρώπη. Τρεις στους τέσσερις ενοικιαστές ηλικίας 18 έως 44 ετών δηλώνουν ότι το ενοίκιο που πληρώνουν τους προκαλεί άγχος. Οι εµπειρικές καταγραφές της αναζήτησης σπιτιού στην Αθήνα, συνήθως γραµµένες σε απελπισµένο τόνο, συµπληρώνουν την ίδια εικόνα.
Πώς φτάσαµε, όµως, να έχουµε την πιο ακριβή, συγκριτικά µε το εισόδηµα, στέγαση στην Ευρώπη; Μια εξήγηση είναι η µεγάλη µείωση των εισοδηµάτων. Από το 2009 µέχρι το 2014 οι Έλληνες έχασαν περισσότερο από 40% του διαθέσιµου εισοδήµατός τους. Την ίδια περίοδο, οι τουρίστες στις πόλεις και στα νησιά αυξάνονταν. Οι ιδιοκτήτες βρήκαν νέες επιλογές εκµετάλλευσης των ακινήτων τους, όπως οι βραχυχρόνιες µισθώσεις, οι οποίες επηρέασαν µε τη σειρά τους τις τιµές και τα ενοίκια.
Επιπλέον, η Ελλάδα άργησε. Άρχισε να εφαρµόζει πολιτικές αναχαίτισης του κόστους στέγασης κυρίως εντός του 1ου τριµήνου του 2023, µέτρα που σε µεγάλο ποσοστό απαιτούν χρόνο υλοποίησης (2-3 ετών) και δεν στοχεύουν στην άµεση αναχαίτιση του κόστους στέγασης ή/και ελάφρυνση του οικογενειακού προϋπολογισµού.
Ο πληθωρισµός, η αύξηση του κόστους κατασκευής, που πιέζει αυξητικά τις τιµές πώλησης, η αύξηση των επιτοκίων στεγαστικών δανείων, η ραγδαία αύξηση των ενοικίων, το κόστος ενέργειας και γενικότερα η αύξηση του κόστους διαβίωσης συρρικνώνουν τα διαθέσιµα εισοδήµατα των εν δυνάµει αγοραστών που στοχεύουν στην κάλυψη της στεγαστικής τους ανάγκης και θα µπορούσαν, εν µέρει, να αποτελέσουν ανάχωµα ή/και να ισοσκελίσουν τη µειούµενη πορεία της ιδιοκατοίκησης στη χώρα µας.
Επίσης, κάθε χρόνο 15.000 έως 20.000 οικογένειες αναζητούν κατοικία. Ορισµένοι από αυτούς προ οικονοµικής κρίσης επέλεγαν την αγορά ακινήτου.
Άρα, µέσα σε 10 χρόνια η ζήτηση άγγιξε τις 150.000- 200.000 κατοικίες. Ουδέποτε η κτηµαταγορά διέθετε τόσο µεγάλο απόθεµα κατοικιών προς µίσθωση, και ιδιαίτερα µέσα σε µια περίοδο που η οικοδοµική δραστηριότητα –η ανέγερση νέων πολυκατοικιών− ήταν ανύπαρκτη.
Σύµφωνα µε στελέχη της αγοράς, η άµεση ανάγκη για στέγαση, η συσσωρευµένη ζήτηση, η µη ύπαρξη νέων οικοδοµών προς µίσθωση και ταυτόχρονα η χορήγηση νέων στεγαστικών δανείων από τα τραπεζικά ιδρύµατα (που πλέον ζητούν το 25%-30% ιδία συµµετοχή από τον δανειολήπτη στην αγορά του ακινήτου), σε συνάρτηση µε τους σηµερινούς µισθούς και την αύξηση των εξόδων για τον οικογενειακό προϋπολογισµό µε έµµεσους ή/και άµεσους φόρους µέσα στη δεκαετία, οδήγησαν στη σηµερινή εικόνα της κτηµαταγοράς όσον αφορά τις µισθώσεις.
Πηγή: capital.gr