Επενδυτικό κενό, χαμηλή ανταγωνιστικότητα, υψηλός πληθωρισμός σε αγαθά πρώτης ανάγκης, δίδυμα ελλείμματα και διακράτηση των ρυθμών ανάπτυξης δημιουργούν σκεπτικισμό για την επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας παρά τη γενικευμένη θετική εικόνα που έχει καλλιεργηθεί.
«Όσοι χαίρονται διότι ο ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας είναι υψηλότερος από των άλλων χωρών στην Ευρώπη, δεν θα πρέπει να το κάνουν διότι στις χώρες αυτές εξάγουμε τα προϊόντα μας. Είναι πολύ δύσκολο να κρατήσεις υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης όταν το τριγύρω είναι χαμηλό», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κος Νίκος Βέττας, γενικός διευθυντής του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) και καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, μιλώντας στη ετήσια γενική συνέλευση του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων (ΣΕΒΤ).
Μεταξύ των δομικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία είναι το κενό των επενδύσεων και μάλιστα παρά το γεγονός ότι ο ρυθμός αύξησής τους κινείται με διψήφιο ποσοστό τα τελευταία δύο – τρία χρόνια.
Το επενδυτικό κενό υπάρχει και κατά τον κο Νίκο Βέττα θα πρέπει να «είμαστε σε εγρήγορση».
«Τα τελευταία χρόνια το σύνολο των επενδύσεων στη χώρα μας έχει μια αυξητική τάση της τάξης του 10% ετησίως, ωστόσο αυτές βρίσκονται στο μισό συγκριτικά με μια αντίστοιχη οικονομία στην Ευρώπη» επεσήμανε.
Υπενθύμισε μάλιστα πως ακόμη και τα «καλά χρόνια», δηλαδή πριν το 2008, το μεγάλο κομμάτι των επενδύσεων κατευθυνόταν στην κατοικία και στις λοιπές κατασκευές.
Κατά τον κο Βέττα αυτό δεν μπορεί και ούτε πρέπει να ξαναγίνει. «Πρέπει να ανακάμψει αυτός ο τομέας, αλλά δεν μπορεί να έχουμε τα 2/3 των επενδύσεων στην κατοικία, άλλωστε έχουμε αρκετές και μειώνεται ο πληθυσμός», σημείωσε.
Το πρόβλημα είναι ότι το επενδυτικό κενό δύσκολα θα καλυφθεί για δύο τουλάχιστον λόγους: Πρώτον, διότι δεν υπάρχει μεγάλη εγχώρια αποταμίευση και πρέπει να έρθουν ξένα κεφάλαια τα οποία δεν είναι σίγουρο ότι θα επιλέξουν την Ελλάδα και δεύτερον, διότι τα επιτόκια εξακολουθούν να αυξάνονται.
Άρα η μεγάλη μάχη για την ελληνική οικονομία εστιάζεται στο πως θα μπορέσει να κρατήσει αυτή την αύξηση των επενδύσεων, την ώρα που το μέσο κόστος νέου δανεισμού για τις ελληνικές επιχειρήσεις αυξήθηκε για ένατο συνεχόμενο μήνα τον Απρίλιο, στο 5,7% αν και η απόκλιση από το μέσο κόστος δανεισμού επιχειρήσεων της Ευρωζώνης μειώνεται σε 131 (από 137) μονάδες βάσης.
Δεν θα αντέξουν τα νοικοκυριά
«Οι δύο αιτίες πυροδότησης του πληθωρισμού: νομισματική πολιτική τη περίοδο της κρίσης covid και ενεργειακή κρίση, έχουν δρομολογήσει μια αυτόνομη πορεία των τιμών δημιουργώντας ένα σπιράλ και με τους μισθούς στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες» επεσήμανε ο επικεφαλής του ΙΟΒΕ.
Σύμφωνα με τον ίδιο εάν τα επόμενα τρία με τέσσερα χρόνια ο ρυθμός πληθωρισμού εγχωρίως δεν είναι χαμηλότερος από το ρυθμό πληθωρισμού στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες θα χάνουμε ανταγωνιστικότητα.
Ο κος Βέττας σχολιάζοντας την ιδέα ότι ο πληθωρισμός είναι κάτι καλό γιατί πληθωρίζει τα ιδιωτικά και δημόσια χρέη και φέρνει μη αναμενόμενα κέρδη στο δημόσιο ταμείο μέσω των αυξήσεων των τιμών και των έμμεσων φόρων ανέφερε ότι «προσωρινά σίγουρα σου ‘αγοράζει’ χρόνο αλλά μακροπρόθεσμα θα είναι λάθος για την οικονομική πολιτική να στηρίξει πολιτικές πληθωρισμού γιατί μεγάλο μέρος των νοικοκυριών δε θα το αντέξει».
Το ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών
Όπως είπε ο κ. Βέττας, ενώ η ενίσχυση της εξωστρέφειας της οικονομίας, που παρατηρείται τα χρόνια μετά το 2009, επιδρά αναμφίβολα θετικά στον ρυθμό μεγέθυνσης μιας οικονομίας, όταν αυτή συνοδεύεται με διερευνόμενα εξωτερικά ελλείμματα τότε ενδέχεται να καταστήσει την εγχώρια οικονομία ευάλωτη στους εξωτερικούς κραδασμούς.
Στην περίπτωση της Ελλάδας όπου οι εισαγωγές παρουσιάζουν υψηλή ελαστικότητα ως προς την κατανάλωση, και η τελευταία αντιπροσωπεύει μεγάλο μέρος του εγχώριου προϊόντος, η ενίσχυση του ρυθμού μεγέθυνσης της εγχώριας οικονομίας επιφέρει την αύξηση της εξωστρέφειας αλλά ταυτόχρονα και την επιδείνωση του ελλείμματος του εξωτερικού ισοζυγίου, σημείωσε.
Ωστόσο, η μεγάλη αύξηση της εξωστρέφειας που παρατηρείται τα τελευταία δύο χρόνια έχει οδηγήσει σε μικρότερα ελλείμματα συγκριτικά με τον μικρότερο βαθμό εξωστρέφειας και τα μεγαλύτερα εξωτερικά ελλείμματα που παρατηρήθηκαν το 2007.
Πηγή: ot.gr