Ενα στα πέντε περιστατικά COVID-19 που καταγράφονται τις τελευταίες εβδομάδες στη χώρα μας είναι επαναλοίμωξη. Ενα φαινόμενο που έως πριν από το τέλος του 2021 θεωρείτο σπάνιο, πλέον με τη διαδοχική επικράτηση υποπαραλλαγών της «Ομικρον» και τη μεγάλη χρονική απόσταση από τον εμβολιασμό για την πλειονότητα του πληθυσμού, έχει γίνει ιδιαίτερα συχνό.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν συλλέξει και επεξεργαστεί οι επιστήμονες του ΕΟΔΥ (πρόεδρος Θεοκλής Ζαούτης, αντιπρόεδρος Δημήτρης Παρασκευής, και η προϊσταμένη της Διεύθυνσης Επιδημιολογικής Επιτήρησης και Παρέμβασης για τα Λοιμώδη Νοσήματα Κασσιανή Μέλλου), από τις 27 Δεκεμβρίου 2021 έως το τέλος Ιουλίου 2022 έχουν καταγραφεί στη χώρα μας 280.865 επαναλοιμώξεις. Στη συντριπτική πλειονότητά τους (98,3% ή 276.115 περιστατικά) πρόκειται για πρώτη επαναλοίμωξη. Στο 1,7% των περιπτώσεων (4.706 περιστατικά) οι ασθενείς είχαν δύο επαναλοιμώξεις μέσα σε αυτό το διάστημα, ενώ καταγράφηκαν και 44 περιστατικά με τρεις ή και περισσότερες επαναλοιμώξεις. Από τις 280.865 επαναλοιμώξεις που έχουν καταγραφεί αυτό το επτάμηνο του 2022, σχεδόν οι 110.000 εντοπίστηκαν μέσα στον Ιούλιο. Και σύμφωνα με τα δεδομένα του ΕΟΔΥ πλέον το 20% των κρουσμάτων που δηλώνονται αφορούν επαναλοιμώξεις.
«Εχουμε ένα αυξανόμενο ποσοστό επαναλοιμώξεων τις τελευταίες εβδομάδες. Αυτό είναι συνέπεια τριών παραμέτρων: Αρχικά, έχει επικρατήσει η υποπαραλλαγή BA.5 η οποία έχει χαρακτηριστικά ανοσιακής διαφυγής. Επιπλέον, το χρονικό διάστημα που έχει μεσολαβήσει από τον εμβολιασμό είναι σχετικά μεγάλο και συνεπώς η ανοσία έναντι μόλυνσης έχει εξασθενήσει για μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού. Και τέλος, ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού έχει ήδη μολυνθεί, οπότε αυτό στατιστικά αυξάνει και το ποσοστό των επαναλοιμώξεων», σημειώνει στην «Κ» ο αναπληρωτής καθηγητής Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής στο ΕΚΠΑ αντιπρόεδρος του ΕΟΔΥ Δημήτρης Παρασκευής.
Ακόμη και για τις επαναλοιμώξεις ο εμβολιασμός μπορεί να κάνει διαφορά. Σύμφωνα με ανάλυση δεδομένων του ΕΟΔΥ το 50,2% των περιπτώσεων πρώτης μόλυνσης που καταγράφηκαν από τις 27 Δεκεμβρίου 2021 έως και τα μέσα Ιουνίου 2022 αφορούσε ανεμβολίαστους και το υπόλοιπο ποσοστό εμβολιασμένους. Επαναλοίμωξη εμφάνισε το 84,6% των ανεμβολίαστων και μόλις το 15,4% των εμβολιασμένων που είχαν νοσήσει στο παρελθόν. «Αυτό σημαίνει ότι η υβριδική ανοσία, από εμβόλιο και μόλυνση, προστατεύει από τις επαναλοιμώξεις», εξηγεί ο κ. Παρασκευής.
Στην ερώτηση πόσο συχνά μπορεί να νοσήσει κάποιος ξανά με COVID-19, ο καθηγητής επισημαίνει ότι «αυτό εξαρτάται επίσης από κάποιες παραμέτρους. Εάν το άτομο έχει εμβολιαστεί, πότε έχει εμβολιαστεί και ποια είναι τα χαρακτηριστικά των παραλλαγών που κυκλοφορούν τη δεδομένη στιγμή. Κατά κανόνα η ανοσία έναντι μόλυνσης είναι αρκετά αποτελεσματική, για ένα χρονικό διάστημα περίπου τριών μηνών. Μετά το τρίμηνο αυτή σταδιακά μειώνεται, ενώ μετά το εξάμηνο η ανοσία έναντι μόλυνσης εξασθενεί σημαντικά και η πιθανότητα για κάποιον να μολυνθεί ξανά είναι πολύ μεγάλη».
«Τη στιγμή που έχουμε 2,5 χρόνια πανδημίας σαφώς υπάρχουν άνθρωποι που έχουν ξανανοσήσει», σημειώνει στην «Κ» η αναπληρώτρια καθηγήτρια Πνευμονολογίας στην Α΄ Κλινική Εντατικής Θεραπείας στον Ευαγγελισμό, Παρασκευή Κατσαούνου. Οπως αναφέρει, «στην πραγματικότητα μπορούμε να τους διακρίνουμε σε δύο κατηγορίες. Είναι αυτοί που έχουν νοσήσει το 2020-2021 με προηγούμενα στελέχη του ιού, και τώρα που μολύνονται από την «Ομικρον» εμφανίζουν σχεδόν όλη την κλινική εικόνα αυτής της παραλλαγής, δηλαδή έντονο πυρετό και μεγάλη καταβολή. Και υπάρχει μία ομάδα ασθενών που έχει νοσήσει σχετικά πρόσφατα με προηγούμενες υποπαραλλαγές της «Ομικρον» και οι οποίοι έχουν αρκετά πιο ήπια κλινική εικόνα. Βγαίνουν θετικοί στον κορωνοϊό μεν, αλλά δεν έχουν πολλά συμπτώματα και πολύ γρήγορα αρνητικοποιούνται». Σύμφωνα με την κ. Κατσαούνου, το πιο «ακραίο» που έχει δει η ίδια από την κλινική της εμπειρία, είναι ασθενείς που είχαν νοσήσει τον περασμένο Απρίλιο και κόλλησαν ξανά τον Ιούλιο. Και υπάρχουν μεμονωμένα περιστατικά ατόμων στους οποίους η αρχική νόσος είχε αφήσει υπολείμματα και με τη νέα νόσηση προστέθηκαν επιπλέον συμπτώματα. «Αυτό που είναι σημαντικό να πούμε είναι ότι όλοι μπορεί να ξανακολλήσουν COVID-19, εκτός εάν έχουν μολυνθεί πρόσφατα έως πριν 2-3 μήνες. Και μπορεί οι ίδιοι να μην κινδυνεύουν, αλλά μπορούν να μεταδώσουν τη νόσο και να θέσουν σε κίνδυνο ανθρώπους που αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας», τονίζει η καθηγήτρια.
Πηγή: kathimerini.gr